υπερευδαίμων

υπερευδαίμων
-ον, Α [εὐδαίμων]
πανευτυχής, τρισευτυχισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερευδαίμονα — ὑπερευδαίμων utterly blessed neut nom/voc/acc pl ὑπερευδαίμων utterly blessed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερευδαιμόνων — ὑπερευδαίμων utterly blessed gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερευδαίμονας — ὑπερευδαίμων utterly blessed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • υπερευδαιμονώ — έω, Α [ὑπερευδαίμων, ονος] είμαι πολύ ευτυχισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”